σκωλήκιον

σκωλήκιον
το см. σκουλήκι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σκωλήκιον" в других словарях:

  • σκωλήκιον — spider neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωληκίοις — σκωλήκιον spider neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωληκίων — σκωλήκιον spider neut gen pl σκωληκιάω breed worms imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σκωληκιάω breed worms imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωλήκια — σκωλήκιον spider neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHERMES vel GUERMES — CHERMES, vel GUERMES Arabibus pro cocco, seu vermiculo, seu verme: unde etiam nomen. Κόκκοι enim sive grana fruticis, qui granum tinctorium fert, intus parvis scatent vermiculis, quorum sanics coccino tingendo praeclara est, unde vermis pro cocco …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MUSIVARIA Ars — cuius opus Mosaicum, vide ibi, Museum seu Musivum: a Byzantinis Graecis transiit, in coeteras Europae provincias, uti scribit Manuel Chrysoloras Ep. de vet. ac nov. Romae comparatione p. 122. quod Constantinopoli omnes pene publicae ac sacrae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προΐημι — Α [ἵημι] 1. αποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων ή στέλνω κάτι από πριν («αἶψα δ’ ἐπ Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάποιον να πάει κάπου («Μαίον ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι πιθήσας», Ομ. Ιλ.) 3. αφήνω κάτι να πέσει («πηδάλιον ἐκ… …   Dictionary of Greek

  • σκουλήκι — το / σκουλήκιν, ΝΜ ζώο με μαλακό επίμηκες, ασπόνδυλο και συσταλτό σώμα, χωρίς σκελετό και άκρα, ο σκώληκας (α. «το σκουλήκι που φωλιάζει εις τον κορμόν τού δένδρου», Καρκβ. β. «σκουλήκια νὰ τὸ φάσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ζωολ. α) γενική κοινή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»